αναθεμελιώνω

αναθεμελιώνω
[-ώ (ο)] μετ.
1) заложить новый фундамент; 2) перестраивать на новой основе

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αναθεμελιώνω" в других словарях:

  • αναθεμελιώνω — 1. θεμελιώνω εκ νέου, ξαναθεμελιώνω 2. στηρίζω μια άποψη ή θεωρία σε νέα θεμέλια, βρίσκω νέα ακλόνητα επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θεμελιώνω. ΠΑΡ. αναθεμελίωση, αναθεμελιωτής] …   Dictionary of Greek

  • αναθεμελιώνω — ιωσα, ιώθηκα, ιωμένος, ξαναθεμελιώνω, στηρίζω σε νέες βάσεις: Ο Καποδίστριας αγωνιζόταν να αναθεμελιώσει το νέο ελληνικό κράτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναθεμελίωση — η, 1. η εκ νέου θεμελίωση, ξαναθεμέλιωμα, ενίσχυση των θεμελίων οικοδομής 2. στήριξη απόψεως ή θεωρίας σε νέα θεμέλια, σε νέα επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεμελιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αναθεμελιωτής — ο 1. αυτός που βάζει νέα θεμέλια, που κάνει αναθεμελίωση 2. αυτός που στηρίζει μια άποψη ή θεωρία σε νέα, λογικότερα επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεμελιώνω. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»